- επίπληξη
- [-ις (-εως)] η1) порицание, укор, упрёк; внушение; выговор; нагоняй (разг ); 2) распекание, отчитывание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επίπληξη — η (Α ἐπίπληξις) [επιπλήσσω] αυστηρή παρατήρηση για παρεκτροπή, επιτίμηση, κατσάδα νεοελλ. έγγραφη επιτίμηση που επιβάλλεται ως ελάχιστη ποινή από προϊστάμενη αρχή σε υφισταμένους αρχ. 1. χτύπημα 2. τιμωρία, ποινή … Dictionary of Greek
επίπληξη — η 1. αυστηρή παρατήρηση για παρεκτροπή, το μάλωμα, η κατσάδα, το κατσάδιασμα. 2. η κατώτερη από τις ποινές που επιβάλλεται από κάποια αρχή προς τους υφισταμένους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιπλήξῃ — ἐπιπλήξηι , ἐπίπληξις blame fem dat sg (epic) ἐπιπλήσσω strike aor subj mid 2nd sg ἐπιπλήσσω strike aor subj act 3rd sg ἐπιπλήσσω strike fut ind mid 2nd sg ἐπιπλήσσω strike aor subj mid 2nd sg ἐπιπλήσσω strike aor subj act 3rd sg ἐπιπλήσσω strike … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλεγξη — η (AM ἔλεγξις) 1. έλεγχος, επίπληξη 2. αποκάλυψη παραπτώματος αρχ. καταδίκη … Dictionary of Greek
έλεγχος — (I) ο (ΑΜ ἔλεγχος) 1. έρευνα, εξέταση για να διαπιστωθεί η αλήθεια, η ακρίβεια, η γνησιότητα, η ορθότητα («ο έλεγχος τών πληροφοριών, τής τήρησης τών δρομολογίων, τών προϊόντων, τών αποφάσεων κ.λπ.») 2. (για θεωρίες, απόψεις κ.λπ.) έρευνα για… … Dictionary of Greek
ένιγμα — ἔνιγμα, το (Α) [ενίσσω] μομφή, επίπληξη, επιτίμηση … Dictionary of Greek
αίνιγμα — Σύντομη σύνθεση, συνήθως έμμετρη, η οποία με εκφράσεις σκόπιμα ασαφείς προβάλλει ως ερώτημα πράγματα ή ενέργειες, για να βρει ο ερωτώμενος αυτό το οποίο κρύβεται. Γνωστό σε όλους τους λαούς από την πολύ παλαιά εποχή, αναφέρεται σε πράγματα… … Dictionary of Greek
αθιβολή — και ανθιβολή, η 1. αμφιβολία «πάντα ν’ ο φίλος του κοντά κι αθιβολές τού φέρνει» (Ερωτόκριτος Α, 1349) 2. αντίρρηση, φιλονικία παροιμ. «σε καΐκι και σε σπίτι η αθιβολή δε λείπει» 3. ομιλία, συζήτηση «Τις τό λεγε μ’ ευλάβεια και τις με γέλιο πάλι … Dictionary of Greek
αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… … Dictionary of Greek
αμεμφία — ἀμεμφία, η (Α) [ἀμεμφής] (διορθώνεται σε ἀμεμφεία) 1. το να είναι κανείς άμεμπτος, άψογος 2. φρ. «ἀμεμφίας χάριν», για να αποφύγει κανείς την επίπληξη … Dictionary of Greek
ανεπίπληκτος — ἀνεπίπληκτος, ον (Α) 1. μη υποκείμενος σε κατάκριση ή επίπληξη 2. ακόλαστος, χυδαίος 3. εκείνος που δεν ασκεί έλεγχο, που δεν ψέγει … Dictionary of Greek